ἐξαιρετέος

ἐξαιρετέος
ἐξαιρ-ετέος, α, ον,
A to be taken out or removed, ἐκ

τῆς στρατιᾶς X.Cyr.2.2.23

.
II ἐξαιρετέον one must take out, remove,

τὴν ἀναρχίαν ἐκ παντὸς τοῦ βίου Pl.Lg.942c

, cf. Tht.157b.
2 one must pick out, select, X.Cyr.4.5.52.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαιρετέος — α, ο (AM ἐξαιρετέος, α, ον) [εξαιρώ] αυτός που πρέπει να εξαιρεθεί νεοελλ. φρ. «(ημέρα) εξαιρετέα» αργία αρχ. φρ. α) «Καρχηδών... ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» αποφασίστηκε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, να καταστραφεί η Καρχηδών β) «γυναῑκας ἐξαιρετέον ἄν …   Dictionary of Greek

  • εξαιρετέος — α, ο 1. που πρέπει να εξαιρεθεί, που δε δικαιούται να περιληφθεί κάπου, ο εξαιρέσιμος. 2. φρ., «εξαιρετέα ημέρα», ημέρα αργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαιρετέα — ἐξαιρετέος to be taken out neut nom/voc/acc pl ἐξαιρετέᾱ , ἐξαιρετέος to be taken out fem nom/voc/acc dual ἐξαιρετέᾱ , ἐξαιρετέος to be taken out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετέον — ἐξαιρετέος to be taken out masc acc sg ἐξαιρετέος to be taken out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετέοι — ἐξαιρετέος to be taken out masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετέους — ἐξαιρετέος to be taken out masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετέως — ἐξαιρετέος to be taken out masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

  • εξαιρέσιμος — η, ο 1. που μπορεί να εξαιρεθεί. 2. που έχει λόγους απαλλαγής, εξαιρετέος: Εξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος. 3. Φρ., «εξαιρέσιμη ημέρα», η μη εργάσιμη ημέρα, ημέρα αργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”